- εμμηναγωγός
- -ή, -ό(ιατρ.), που προκαλεί, που διευκολύνει την εμμηνόρροια (βλ. λ.): Εμμηναγωγά φάρμακα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμμηναγωγός — ό (για φάρμακο) αυτός που προκαλεί την εμφάνιση τής έμμηνης ρύσης θεραπεύοντας τα αίτια που τήν παρεμποδίζουν … Dictionary of Greek